ἐξακοῦμαι

ἐξακοῦμαι
ἐξακέομαι
heal completely
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
ἐξακέομαι
heal completely
fut ind mid 1st sg (attic epic doric aeolic)
ἐξακέομαι
heal completely
pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξακούμαι — ἐξακοῡμαι, έομαι (Α) 1. θεραπεύω εντελώς 2. αποζημιώνω 3. επανορθώνω κάτι κακό («δράσαντες δ ἐξακεῑσθαι πειρώμεθα», Πλάτ.) 4. καταπραΰνω («τότε κεν χόλον ἐξακέσαιο», Ομ. Ιλ.) 5. βοηθώ κάποιον («τούτοις τὰς τ ἐνδείας τῶν φίλων ἐξακοῡμαι», Ξεν.) 6 …   Dictionary of Greek

  • εξάκεσις — ἐξάκεσις, η (Α) [εξακούμαι] πλήρης θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • εξακεστήριος — ἐξακεστήριος, α, ον (Α) [εξακούμαι] 1. αυτός που γιατρεύει το κακό 2. εξιλαστήριος («ἐξακεστηρίοις θυσίαις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”